- πρωτοχλωροφύλλη
- η, Ν- βοτ. κιτρινωπή χρωστική που απαντά στους χλωροπλάστες τών φυτών τα οποία αναπτύσσονται στο σκοτάδι και η οποία μετασχηματίζεται σε χλωροφύλλη υπό την επίδραση τού φωτός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protochlorophyll (< πρωτ[ο]-* + χλωρο-φύλλη)].
Dictionary of Greek. 2013.